- ενδιατριβή
- η1) пребывание; 2) перен. увлечённое занятие (чём-л.); трата времени (на что-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενδιατριβή — ἐνδιατριβή, η (Α) 1. παραμονή σ ένα μέρος 2. τόπος για προσωρινή στάθμευση … Dictionary of Greek
ἐνδιατρίβῃ — ἐνδιατρί̱βῃ , ἐνδιατρίβω spend pres subj mp 2nd sg ἐνδιατρί̱βῃ , ἐνδιατρίβω spend pres ind mp 2nd sg ἐνδιατρί̱βῃ , ἐνδιατρίβω spend pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia